- οικοκυρικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοικοκύρη ή στη νοικοκυρά, ιδίως ο σχετικός με τις ασχολίες τής νοικοκυράς («οικοκυρική σχολή»)2. το θηλ. ως ουσ. η οικοκυρικήοι γνώσεις που πρέπει να έχει η νοικοκυρά για τη διεύθυνση και τη λειτουργία τού σπιτιού3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οικοκυρικάμάθημα σχετικό με την οικοκυρική.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκοκύρης. Η λ. στο θηλ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.